associé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | associé | associés |
θηλυκό | associée | associées |
Επίθετο[επεξεργασία]
associé (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη associer