assuage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | assuage |
γ΄ ενικό ενεστώτα | assuages |
αόριστος | assuaged |
παθητική μετοχή | assuaged |
ενεργητική μετοχή | assuaging |
Ρήμα[επεξεργασία]
assuage (en)
- μειώνω την ένταση, ανακουφίζω (πείνα, πόνο, συναισθήματα), καταπραΰνω, καλμάρω, κατασιγάζω
- ικανοποιώ ανάγκη