assujettissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

assujettissement < assujettir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
assujettissement assujettissements

assujettissement (fr) αρσενικό