assume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας assume
γ΄ ενικό ενεστώτα assumes
αόριστος assumed
παθητική μετοχή assumed
ενεργητική μετοχή assuming

Ρήμα[επεξεργασία]

assume (en)

  1. υποθέτω, θεωρώ ως δεδομένο, νομίζω κάτι να είναι αλήθεια χωρίς απόδειξη
    Let’s assume it’s like that.
    Ας υποθέσουμε ότι είναι έτσι.
    You assume his innocence/that he is innocent.
    Θεωρείς ως δεδομένη την αθωότητά του/ότι είναι αθώος.
  2. (επίσημο) αναλαμβάνω θέση ή καθήκοντα
    He assumed office/full responsibility.
    Ανέβαλε αξίωμα/πλήρη την ευθύνη.
  3. (επίσημο) παίρνω, αρχίζω να έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή εμφάνιση
    She assumed a new name.
    Πήρε καινούριο όνομα.
  4. (επίσημο) προσποιούμαι ότι έχω μια συγκεκριμένη αίσθηση ή ιδιότητα
    I was assuming a look of innocence.
    Προσποιούμουν τον αθώο.

Πηγές[επεξεργασία]