astigmate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
astigmate astigmates

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

astigmate (fr) αρσενικό ή θηλυκό