astringent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- astringent < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /as.tʁɛ̃.ʒɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | astringent | astringents |
θηλυκό | astringente | astringentes |
astringent (fr)