athénée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
athénée | athénées |
athénée (fr) αρσενικό
- λύκειο (Βέλγιο)
ενικός | πληθυντικός |
athénée | athénées |
athénée (fr) αρσενικό