atlas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
atlas (en)
- άτλαντας, συλλογή από χάρτες
- συλλογή από πίνακες και εικόνες σχετικές με ένα θέμα
- (ανατομία) άτλαντας (ο πρώτος σπόνδυλος)
- κίονας με μορφή άντρα
- χαρτί διαστάσεων 26Χ34 ίντσες
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
atlas (pl) αρσενικό