attentatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- attentatoire < attentat
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attentatoire | attentatoires |
attentatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αποπειράται να θίξει ηθική ή σωματικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attenter