atterrissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- atterrissement < atterrir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
atterrissement | atterrissements |
atterrissement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ή (νομικός όρος) πρόσχωση που προκαλείται από τη θάλασσα ή από ένα ποτάμι