atterrissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

atterrissement < atterrir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
atterrissement atterrissements

atterrissement (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]