attineo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

attineo < ad + teneo

Ρήμα[επεξεργασία]

attineo

  1. κατέχω
  2. κρατώ
  3. τείνω
  4. παρατείνω
  5. φτάνω
  6. (απρόσωπο): ταιριάζει, ανήκει, αποβλέπει, ωφελεί

Κλίση[επεξεργασία]