attirail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attirail | attirails |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attirail (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο εξοπλισμός
- τα συμπράγκαλα
ενικός | πληθυντικός |
attirail | attirails |
attirail (fr) αρσενικό