außergewöhnlich

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

außergewöhnlich < außer + gewöhnlich

Επίθετο[επεξεργασία]

außergewöhnlich (de)

  1. ασυνήθιστος
  2. καταπληκτικός, φανταστικός, εκπληκτικός
    vier außergewöhnliche Helden - τέσσερις καταπληκτικοί ήρωες