aufmachen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaʊ̯fˌmaxn̩/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : auf‐ma‐chen
Ρήμα[επεξεργασία]
aufmachen (de)
- ανοίγω
- mach das Fenster auf - άνοιξε το παράθυρο