ausbreiten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ausbreiten (de)

  1. απλώνω, ξεδιπλώνω
    wir könnten unsere Schlafsäcke hier ausbreiten
    θα μπορούσαμε να ξεδιπλώσουμε τους υπνόσακούς μας εδώ