autocarro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
autocarro | autocarros |
autocarro (pt) αρσενικό
- το λεωφορείο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de autocarro - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το λεωφορείο