automaticité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- automaticité < automatique
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
automaticité | automaticités |
automaticité (fr) θηλυκό
- το αυτόματο μιας κατάστασης