available
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | available |
συγκριτικός | more available |
υπερθετικός | most available |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
available (en)
- διαθέσιμος, κυκλοφορώ, που μπορώ να πάρω, να αγοράσω ή να βρω
- ↪ She took all the available awards in her category.
- Αυτή πήρε όλα τα διαθέσιμα βραβεία στην κατηγορία της.
- ↪ This magazine/medicine is not available in Greece.
- Αυτό το περιοδικό/φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα.
- ↪ She took all the available awards in her category.
Πηγές[επεξεργασία]
- available - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 485. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυκλοφορώ