avalant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | avalant | avalants |
θηλυκό | avalante | avalantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
avalant (fr)
- (ναυτικός όρος, για πλοίο) που κατεβαίνει ένα ποτάμι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη écluse