avec

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πρόθεση[επεξεργασία]

avec (fr)

  1. με

Επίρρημα[επεξεργασία]

avec (fr)

  1. (οικείο) με
    il va bien falloir faire avec ! - έτσι όπως φαίνεται, θα πρέπει να το υποστούμε!