avenue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
avenue (en)
- η λεωφόρος
- ο δρόμος ανάμεσα σε δενδροστοιχίες
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
avenue | avenues |
avenue (fr) θηλυκό
- η λεωφόρος