averto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική averto avertoj
αιτιατική averton avertojn

Ετυμολογία [επεξεργασία]

averto < avert- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

averto (eo)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

averto < ad + verto

Ρήμα[επεξεργασία]

averto (la) & adverto

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]