awake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | awake |
συγκριτικός | more awake |
υπερθετικός | most awake |
awake (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- ξύπνιος, ξυπνητός
- ↪ When the earthquake happened, I was awake.
- Όταν έγινε ο σεισμός, ήμουνα ξύπνιος.
- ↪ I am wide awake.
- Είμαι εντελώς ξύπνιος.
- ↪ When the earthquake happened, I was awake.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | awake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | awakes |
αόριστος | awoke, awaked |
παθητική μετοχή | awoken, awaked, awaken |
ενεργητική μετοχή | awaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Οι δεύτεροι τύποι, σπάνιοι. |
awake (en)
- (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
- (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)