awake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός awake
συγκριτικός more awake
υπερθετικός most awake

awake (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • ξύπνιος, ξυπνητός
    When the earthquake happened, I was awake.
    Όταν έγινε ο σεισμός, ήμουνα ξύπνιος.
    I am wide awake.
    Είμαι εντελώς ξύπνιος.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας awake
γ΄ ενικό ενεστώτα awakes
αόριστος awoke, awaked
παθητική μετοχή awoken, awaked, awaken
ενεργητική μετοχή awaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
Οι δεύτεροι τύποι, σπάνιοι.

awake (en)

  1. (αμετάβατο) ξυπνάω, σηκώνομαι
    Tomorrow I will awaken early.
    Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up
  2. (μεταβατικό) ξυπνάω (κάποιον)
    What time should I awaken you?
    Tι ώρα να σε ξυπνήσω;
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα wake up

Πηγές[επεξεργασία]