axiomatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksjɔ.ma.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
axiomatique | axiomatiques |
axiomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μαθηματικά) αξιωματικός, που απορρέει από ένα αξίωμα