ayak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ayak (tr)

  • το πόδι (το μέρος του ποδιού κάτω από τον αστράγαλο)