bâche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Bache, bâché, bàche

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɑʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bâche bâches

bâche (fr)θηλυκό

  1. μουσαμάς με τον οποίο καλύπτουμε κάτι για να το προστατεύσουμε από τις καιρικές συνθήκες
     συνώνυμα: banne, couverture
  2. ξύλινο ή πέτρινο πλαίσιο, συνήθως με τζάμια, που χρησιμοποιείται στην κηπουρική σαν μικρό θερμοκήπιο
     συνώνυμα: abri, châssis, couche
  3. (τεχνολογία) είδος δοχείου μεταξύ δύο αντλιών, η ατμοσφαιρική πίεση περιορίζει τη διαφορά ύψους μεταξύ των δύο σε περίπου δέκα μέτρα
  4. (τεχνολογία) μικρό δοχείο για τη μέτρηση του ορυκτού· δοχείο για την εισαγωγή του ορυκτού στον φούρνο· δοχείο μέσα στο οποίο ψύχονται οι σκωρίες
  5. (ναυτικός όρος) κοίλο μέρος πίσω από μια ξέρα όπου παραμένει νερό μετά την άμπωτη
  6. bâche ή bâche traînante, δίχτυ που σέρνεται στην άμμο, στα ρηχά μέρη των ποταμών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παρώνυμα[επεξεργασία]