béguin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

béguin < béguine

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
béguin béguins

béguin (fr) αρσενικό

  1. το κάλυμμα του κεφαλιού των μοναχών « béguines »
  2. (μεταφορικά) (οικείο) (παρωχημένο) τοφλερτάκι, η καψούρα