babouche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.buʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
babouche babouches

babouche (fr) θηλυκό

  1. δερμάτινη παντόφλα, ανοιχτό προς τα πίσω, χωρίς τακούνι, που χρησιμοποιείται σαν παπούτσι σε μουσουλμανικά κράτη
  2. (γενικότερα) τέτοιου είδους παντόφλα, με ή χωρίς τακούνι, που χρησιμοποιείται σαν παπούτσι
     συνώνυμα: mule