bachelor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bachelor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική bacheler
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbæt͡ʃ.ə.lə(ɹ)/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bachelor | bachelors |
bachelor (en)
- εργένης
- (εκπαίδευση) το πτυχίο
- → και δείτε τη λέξη bachelor's degree