bachot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bachot | bachots |
bachot (fr) αρσενικό
- (οικείο) (Γαλλία) το απολυτήριο λυκείου
ενικός | πληθυντικός |
bachot | bachots |
bachot (fr) αρσενικό