back

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός back
συγκριτικός more back
υπερθετικός most back

back (en)

  1. (χωρίς παραθετικά) πίσω, πάλι, γυρίζω, επιστρέφω στο μέρος, την κατάσταση ή τη δραστηριότητα όπου κάποιος ή κάτι ήταν πριν
    Go back to your place.
    Πήγαινε πίσω/πάλι στη θέση σου.
    As soon as I finish, I will give it back to you.
    Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
    What time will we be back home?
    Τι ώρα θα γυρίσουμε σπίτι;
  2. πίσω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
back backs

back (en)

  • η πλάτη
    Doctor, my back hurts.
    Γιατρέ, πονάει η πλάτη μου.
    Does your lower back hurt?
    Πονάει η μέση σου;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • on one's back: ανάσκελα
    I usually sleep on my back - συνήθως κοιμάμαι ανάσκελα
  • behind one’s back: πίσω από την πλάτη κάποιου
  • have sb at one’s back: έχω την υποστήριξη/τις πλάτες κάποιου
  • put/get sb’s back up: τσαντίζω κπ

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας back
γ΄ ενικό ενεστώτα backs
αόριστος backed
παθητική μετοχή backed
ενεργητική μετοχή backing

back (en)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

back (sv)