baignade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
baignade baignades

baignade (fr) θηλυκό

Baignade interdite. Απαγορεύεται η κολύμβηση.