baiseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- baiseur < baiser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | baiseur | baiseurs |
θηλυκό | baiseuse | baiseuses |
baiseur (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη baiser