baisse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
baisse baisses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

baisse (fr) θηλυκό

  1. (οικονομία) η πτώση
  2. η μείωση, η ελάττωση