bande dessinée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɑ̃d dɛ.si.ne/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bande dessinée | bandes dessinées |
bande dessinée (fr), B.D. θηλυκό
- τα κόμικς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- album
- bande
- bulle
- case
- comic
- dessin animé
- manga
- manhua
- manhwa
- onomatopée
- phylactère
- planche
- récitatif
- série
- vignette
- bande dessinée στη γαλλική Βικιπαίδεια