bankë

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bankë (sq) θηλυκό

  1. τράπεζα (πιστωτικός οργανισμός)
  2. θρανίο