bankruptcy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bankruptcy (en)

  1. (κυριολεκτικά) η οικονομική χρεωκοπία
    In bankruptcy you are, either as a person or company, legally declared unable to pay your debts, so you are released from most of them : Με τη χρεωκοπία κηρύσσεσαι από το δικαστήριο, είτε ως πρόσωπο είτε ως εταιρεία, ανήμπορος να πληρώσεις τα χρέη σου, οπότε και απαλλάσσεσαι από τα περισσότερα από αυτά
  2. (μεταφορικά) η χρεωκοπία ως πλήρης, ολοσχερής αποτυχία, η έσχατη στέρηση, η εξαθλίωση, η καταστροφή
    Have you read Daniel Rasmussen's recent essay on «The Bankruptcy of Modern Finance Theory»? : Διάβασες την πρόσφατη μελέτη του Ντάνιελ Ράσμουσεν για την «Χρεωκοπία [= πλήρης αποτυχία] της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας»;

Εκφράσεις[επεξεργασία]