barrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

barrier (en)

  1. φράχτης, φράγμα, κατασκευή που εμποδίζει την ελεύθερη δίοδο
  2. φράγμα, όριο
  3. εμπόδιο