based
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
based (en)
- που έχει (ισχυρή) βάση, εδραιωμένος
- βασισμένος
- στηριγμένος
- που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο σημείο (για εταιρεία ή οργανισμό)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
based (en)