based

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

based (en)

  1. που έχει (ισχυρή) βάση, εδραιωμένος
  2. βασισμένος
  3. στηριγμένος
  4. που εδρεύει, έχει την έδρα του, τη βάση του, σε συγκεκριμένο σημείο (για εταιρεία ή οργανισμό)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

based (en)