basically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός basically
συγκριτικός more basically
υπερθετικός most basically

Ετυμολογία [επεξεργασία]

basically < basic + -ally

Επίρρημα[επεξεργασία]

basically (en)

  1. βασικά
    The energy crisis is basically due to the increase in the price of oil.
    H ενεργειακή κρίση οφείλεται βασικά στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fundamentally
  2. σχεδόν
    We are basically finished.
    Σχεδόν τελειώσαμε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately