bask

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας bask
γ΄ ενικό ενεστώτα basks
αόριστος basked
παθητική μετοχή basked
ενεργητική μετοχή basking

Ρήμα[επεξεργασία]

bask (en)

  • λιάζομαι, την αράζω στον ήλιο
    Three little birds were sitting and basking in the sun.
    Τρία πουλάκια κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]