bataillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.ta.jɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bataillon bataillons

bataillon (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) στρατιωτική μονάδα
  2. το τάγμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • inconnu au bataillon - τελείως άγνωστος
  • un bataillon de - ένα τσούρμο από

Δείτε επίσης[επεξεργασία]