bataillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bataillon | bataillons |
bataillon (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) στρατιωτική μονάδα
- το τάγμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- inconnu au bataillon - τελείως άγνωστος
- un bataillon de - ένα τσούρμο από