batch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bæt͡ʃ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

batch (en)

  1. η φουρνιά
  2. η παρτίδα (σύνολο ομοειδών προϊόντων, πραγμάτων)
  3. (πληροφορική) βλ. batch file

Ρήμα[επεξεργασία]

batch (en)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • batch στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια