batch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
batch (en)
- η φουρνιά
- η παρτίδα (σύνολο ομοειδών προϊόντων, πραγμάτων)
- (πληροφορική) βλ. batch file
Ρήμα[επεξεργασία]
batch (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- batch στην αγγλική Βικιπαίδεια