batterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
batterie | batteries |
batterie (fr) θηλυκό
- η μπαταρία (ενός αυτοκινήτου)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η μικρή ηλεκτρική μπαταρία λέγεται pile.