batture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
batture battures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

batture (fr) θηλυκό

  1. (Κεμπέκ) η παραθαλάσσια ζώνη που εμφανίζεται και καλύπτεται διαδοχικά χάρη στην άμπωτη και την παλίρροια
    → δείτε τη λέξη  estran