baume
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- baume < basme < λατινική balsamum < αρχαία ελληνική βάλσαμον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baume | baumes |
baume (fr) αρσενικό
- το βάλσαμο