bedo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bedo | bedoj |
αιτιατική | bedon | bedojn |
bedo (eo)
- το παρτέρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bedo | bedoj |
αιτιατική | bedon | bedojn |
bedo (eo)