before

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

before (en) (χωρίς παραθετικά)

Πρόθεση[επεξεργασία]

before (en)

  1. πριν
  2. (επίσημο) μπροστά, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε θέση μπροστά σε κάποιον ή κάτι
    Look before you! - Κοίτα μπροστά σου!
    before my eyes - μπροστά στα μάτια μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead of
  3. μπροστά σε, είμαι παρουσία κάποιου που ακούει, παρακολουθεί κτλ.
    He was brought before the judge.
    Τον έφεραν μπροστά στο δικαστή.
     συνώνυμα: in front of

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

before (en)

  1. πριν, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
    I will read a book before I go to sleep.
    Θα διαβάσω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
    I ran and caught him just before he left.
    Έτρεξα και τον πρόλαβα λίγο πριν φύγει.
  2. πριν να, ώσπου να
    It will be five years before we meet again.
    Θα περάσουν πέντε χρόνια πριν να/ώσπου να ξανασυναντηθούμε.
     συνώνυμα: until
  3. αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να απειλήσει κάποιον ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί
    Get ready quickly before you miss the train.
    Ετοιμάσου γρήγορα, αλλιώς θα χάσεις το τρένο.
    Pay me what you owe me before we have a messy resolution.
    Θα μου πληρώσεις ό,τι μου χρωστάς· αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη otherwise
  4. (επίσημο) παρά να
    They were determined to die before being enslaved.
    Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
     συνώνυμα: rather than

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]