before
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
before (en) (χωρίς παραθετικά)
- πριν από, μπροστά από, πρώτα
- ↪ I bought them two months before.
- Τα αγόρασα πριν από/μπροστά από δυο μήνες.
- ↪ They started to speak like before.
- Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα.
- ≈ συνώνυμα: earlier, ago και previously
- ↪ I bought them two months before.
Πρόθεση[επεξεργασία]
before (en)
- πριν
- (επίσημο) μπροστά, κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε θέση μπροστά σε κάποιον ή κάτι
- μπροστά σε, είμαι παρουσία κάποιου που ακούει, παρακολουθεί κτλ.
- ↪ He was brought before the judge.
- Τον έφεραν μπροστά στο δικαστή.
- ≈ συνώνυμα: in front of
- ↪ He was brought before the judge.
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
before (en)
- πριν, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
- ↪ I will read a book before I go to sleep.
- Θα διαβάσω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
- ↪ I ran and caught him just before he left.
- Έτρεξα και τον πρόλαβα λίγο πριν φύγει.
- ↪ I will read a book before I go to sleep.
- πριν να, ώσπου να
- αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να απειλήσει κάποιον ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί
- (επίσημο) παρά να
- ↪ They were determined to die before being enslaved.
- Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
- ≈ συνώνυμα: rather than
- ↪ They were determined to die before being enslaved.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- before (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- before (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- before (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός