behind closed doors
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
behind closed doors (en)
- χωρίς κανείς να βλέπει, στην ιδιωτική ζωή κάποιου
- κεκλεισμένων των θυρών
behind closed doors (en)