behind closed doors

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Έκφραση[επεξεργασία]

behind closed doors (en)

  1. χωρίς κανείς να βλέπει, στην ιδιωτική ζωή κάποιου
  2. κεκλεισμένων των θυρών