bei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πρόθεση[επεξεργασία]

bei (de)

  1. (+ δοτική) σε, στο σπίτι κάποιου, στην κατοικία ή στον τόπο εργασίας κάποιου
    bei ihm - στο σπίτι του
  2. (+ δοτική) κατά, κατά τη διάρκεια
    bei Nacht - κατά τη διάρκεια της νύχτας